-
1 прилежащий
προσκείμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилежащий
-
2 sempatizan
προσκείμενος, συμπαθών, οπαδός -
3 близлежащий
близлежащийприл διπλανός, γειτονικός, προσκείμενος, παρακείμενος. -
4 близкий
επ., βρ: -зок, -зка, -зко; ближе, ближайший.1. κοντινός, ο πλησίον, ο εγγύς, ο παρακείμενος, ο προσκείμενος -οκ•локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά είναι ο αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)•
близкое расстояние κοντινή απόσταση.
2. (για χρόνο) επικείμενος, προσεχήο, επερχόμενος•-ое будущее το προσεχές μέλλον•
-ая смерть ο επικείμενος (οσονούπω) θάνατος.
3. στενός, οικείος•близкий друг στενός (επιστήθιος) φίλος.
4. πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί.εκφρ.- ие отношения – στενές σχέσεις. -
5 близлежащий
επ.προσκείμενος, παρακείμενος, διπλανός, γειτονικός. -
6 попутчик
-а α.1. συνοδοιπόρος, συνοδίτης.2. μτφ. προσκείμενος•-и революции συνοδοιπόροι της επανάστασης.
-
7 приближённый
επ.κατά προσέγγιση•-ое решение уравнений η κατά προσέγγιση λύση των εξισώσεων.
επ. ο πλησίον, προσκείμενος, οικε ίος. -
8 прилежащий
επ. από μτχ.(μαθ.) συναφής, συνεχόμενος• προσκείμενος. -
9 Devoted
adj.Loving one's children: V. φιλότεκνος.Loving one's husband: V. φιλάνωρ.Zealous: P. and V. πρόθυμος.Frequent: P. and V. πυκνός.Devoted to (pursuits, etc.): P. and V. προσκείμενος (dat.), V. ἀνειμένος εἰς (dat.), P. προσφυής (dat.) (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Devoted
-
10 Fond
adj.Loving one's children: Ar. and V. φιλότεκνος.Loving one's husband: φιλάνωρ.Fond message: V. φίλον ἔπος.Foolish: see Foolish.Be fond of: see love, v.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fond
-
11 Superstition
subs.Divination: P. and V. μαντεία, ἡ, μαντική, ἡ, P. θειασμός, ὁ.Worship: P. θεραπεία, ἡ.Being too liable to superstition and such like things: P. ἄγαν θειασμῷ καὶ τῷ τοιούτῳ προσκείμενος (Thuc. 7, 50).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Superstition
-
12 Superstitious
adj.Liable to superstition: use P. θειασμῷ προσκείμενος.Easily deceived: P. εὐεξαπάτητος.Most of the Athenians urged the generals to wait, being superstitious about the matter: P. οἱ Ἀθηναῖοι οἱ πλείους ἐπισχεῖν ἐκέλευον τοὺς στρατηγοὺς ἐνθύμιον ποιούμενοι (Thuc. 7, 50).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Superstitious
-
13 adjacent
1) κοντινός2) παρακείμενος3) προσκείμενος
См. также в других словарях:
προσκείμενος — πρόσκειμαι to be placed perf part mp masc nom sg πρόσκειμαι to be placed pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… … Dictionary of Greek
ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ լուանալ ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)